Δάση Τζένας - Πίνοβου

Δάση Τζένας - Πίνοβου

Τα όρη Τζένα και Πίνοβο σχηματίζουν το κεντρικό τμήμα της οροσειράς της Αριδαίας στην Πέλλα και μαζί με τον Βόρα και το Πάικο οριοθετούν τα σύνορα της Ελλάδας με τη Βόρεια Μακεδονία. Οι δύο ορεινοί όγκοι διαφέρουν αισθητά εκατέρωθεν των συνόρων. Η ελληνική πλευρά εμφανίζει εντονότερο ανάγλυφο, οι ορεινοί όγκοι υψώνονται απότομα από την κοιλάδα της Αριδαίας και η νότια πλευρά τους χαρακτηρίζεται από μεγάλες κλίσεις, με αποτέλεσμα τη χαμηλή κάλυψη από βλάστηση και την εμφάνιση έντονων χειμαρρικών φαινομένων. Αντιθέτως, από την πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας το ανάγλυφο, αν και πολυσχιδές, είναι ηπιότερο. Αρκετοί θεωρούν τους δύο ορεινούς όγκους ενιαίο σχηματισμό, λόγω της πολύ μικρής μεταξύ τους απόστασης.

Η Τζένα, γνωστή ως Ζώνη ή Σουφουρούπα στους ντόπιους και Kozhuf στη γειτονική χώρα, πήρε το όνομά της από τη βλάχικη λέξη «τζεάν = φρύδι», λόγω της θέσης της. Στην κορυφογραμμή της, όπως και στο γειτονικό Πίνοβο, βρίσκεται η συνοριακή γραμμή της Ελλάδας με τη Βόρεια Μακεδονία. Μαζί με τον Βόρα, το Πίνοβο και το Πάικο στα νότια δημιουργούν ένα τεράστιο ορεινό σύμπλεγμα που αγκαλιάζει τον κάμπο της Αλμωπίας. Οι κάμποι της Νότιας και των Λαγκαδιών χωρίζουν τη Τζένα από το Πάικο. Στα δυτικά το ρέμα του Καθαρού τη διαχωρίζει από το Πίνοβο, ενώ στα ανατολικά οι πρόποδες του βουνού ενώνονται με τα υψώματα του Σκρα. Η έκτασή της αγγίζει περίπου τα 150 km2 και το 1/3 ανήκει στην Ελλάδα. Η ψηλότερη κορυφή, η Μεγάλη Τζένα ή Πόρτες, βρίσκεται στα 2.182 m. Άλλες ψηλές κορυφές είναι το Δοκάρι (2.133 m), η Μικρή Τζένα (2.067 m), η Μάλα Ρούπα (2.003 m) και η Δεμένη (1.900 m). Γεωλογικά επικρατούν οι ασβεστόλιθοι, οι σχιστόλιθοι και ο φλύσχης. Πολλά ρέματα διασχίζουν το βουνό με κυριότερα τη Τζένα, το Καθαρό, την Ασβεσταριά και τον Αχυρώνα. Το ανάγλυφό της χαρακτηρίζεται από φαράγγια όπως το φημισμένο φαράγγι της Μικρής Τζένας ή Νότιας, σπουδαία περιπατητική διαδρομή που προσελκύει το ενδιαφέρον ολοένα και περισσότερων επισκεπτών. Στο βουνό κυριαρχούν πυκνά δάση οξιάς και υπαλπικά λιβάδια. Στα μεγάλα υψόμετρα ορθώνονται ομαλές και απόκρημνες πλαγιές, καθώς και απότομες σάρρες.

Το Πίνοβο, γνωστό και ως Μπάλτσα, έχει συνολική έκταση 125 km2, από τα οποία τα 95 km2 ανήκουν στην Ελλάδα. Η Κορφούλα (2.156 m), το Βίσογκραντ (2.150 m), η Μύτη (2.066 m) και ο Καλόγερος (1.873 m) είναι οι ψηλότερες κορυφές του. Γεωλογικά αποτελείται από σχιστόλιθους και ασβεστόλιθους, λίγους οφιόλιθους και ιζηματογενή πετρώματα. Από τον ορεινό όγκο πηγάζει ο ποταμός Μογλενίτσας που διασχίζει την Αλμωπία και δεκάδες ρέματα, με πιο γνωστά το Θερμό ρέμα και την Παραμαγούλα. Μικρό τμήμα της κορυφογραμμής κινείται παράλληλα με τη συνοριογραμμή. Στα μεγάλα υψόμετρα ορθώνονται απόκρημνες πλαγιές, τεράστιες σάρρες, αλλά και βραχώδεις εξάρσεις, που δημιουργούν την περίφημη Κοιλάδα των Βράχων με τον εντυπωσιακό Μαύρο Βράχο. Χαρακτηριστικά είναι και τα μεγάλα ξέφωτα ανάμεσα στα δάση, απομεινάρια παλιών χειμαδιών. Επιβλητικό είναι το φαράγγι της Θηριόπετρας στα νότια και η σπηλαιοεκκλησιά του Άη Γιάννη.

Η εντυπωσιακή γυμνή από βλάστηση κορυφογραμμή που σχηματίζουν οι δύο ορεινοί όγκοι, με τα απομεινάρια των οχυρωματικών θέσεων που θυμίζουν τις σφοδρές μάχες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και τα χαρακτηριστικά κολωνάκια που σηματοδοτούν τη συνοριογραμμή, τα ρέματα και χείμαρροι που διατρέχουν τους ορεινούς όγκους, τα φαράγγια, οι καταρράκτες, οι απόκρημνες πλαγιές και οι βραχώδεις εξάρσεις, οι μεγάλες σάρρες, τα πυκνά δάση, καθώς και τα στεππόμορφα υπαλπικά λιβάδια και οι τυρφώνες, συνθέτουν ένα περιβάλλον μεγάλης αξίας και ομορφιάς.

22 ΔάσηΠίνοβου 1ΠαπανδρινόπουλοςΧαράλαμπος

Τα όρη Τζένα και Πίνοβο αποτελούν φυσικό σύνορο της Ελλάδας με τη Βόρεια Μακεδονία. Ανήκουν διοικητικά στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και αναπτύσσονται στα όρια του Δήμου Αλμωπίας, στην Περιφερειακή Ενότητα Πέλλας. Εκτείνονται από τα σύνορα με τη Βόρεια Μακεδονία στα βόρεια, έως το όρος Βόρας στα δυτικά, τα δάση του Πάικου στα ανατολικά και τα χωριά Θηριόπετρα και Αρχάγγελος κοντά στην επαρχιακή οδό Αριδαίας - Νότιας στα νότια. Η πρόσβαση στη Τζένα γίνεται από τα χωριά Νότια και Περίκλεια, ενώ για στο Πίνοβο επιτυγχάνεται από το Βορεινό, τη Θηριόπετρα και το Αετοχώρι.

Τα όρη Τζένα και Πίνοβο, καθώς και η ευρύτερη περιοχή, λόγω της αναγνωρισμένης οικολογικής αξίας τους σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, έχουν ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Natura 2000. Ειδικότερα, η περιοχή «Όρη Τζένα και Πίνοβο» χαρακτηρίστηκε το 2010 ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας για τη σημασία της για την ορνιθοπανίδα και από το 2011 το όρος Τζένα προστατεύεται ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης με τον τίτλο «Όρη Τζένα», για την αξία των τύπων οικοτόπων και των ειδών χλωρίδας και πανίδας που φιλοξενεί. Επίσης, λόγω της σημασίας τους για τα αρπακτικά πουλιά και τους δρυοκολάπτες που διαβιούν στα δάση τους, οι δύο ορεινοί όγκοι εντάσσονται στο δίκτυο Σημαντικών Περιοχών για τα Πουλιά και τη Βιοποικιλότητα. Τέλος, μεγάλο τμήμα της περιοχής έχει χαρακτηρισθεί ως Καταφύγιο Άγριας Ζωής, με την ονομασία «Τζένα - Πίνοβο Δήμου Εξαπλάτανου».

Η Τζένα και το Πίνοβο καλύπτονται περίπου από 50% από δάση πλατύφυλλων φυλλοβόλων ειδών (οξιά και δρυς), που φθάνουν ως τα 1.800 m και 24% από υπαλπικά λιβάδια και χαμηλούς τυρφώνες που αναπτύσσονται πάνω από τα δασοόρια. Από τους πρόποδες έως τα 650 m, πουρνάρια, κοκκορεβυθιές, κράταιγοι, γαύροι, οστρυές, φράξοι, σφενδάμια, κρανιές και άρκευθοι συνθέτουν ένα τυπικό μεσογειακό τοπίο. Πυκνά δρυοδάση σχηματίζονται λίγο ψηλότερα, με την πλατύφυλλη δρυ να κυριαρχεί τις ανατολικές πλαγιές με σχιστόλιθο και μικτά δάση χνοώδους δρυός με γαύρο και οστρυά να αναπτύσσονται στα νότια-νοτιοδυτικά, σε ασβεστολιθικά πετρώματα. Σημαντική είναι και η παρουσία της ευθύφλοιας και της βαλκανικής απόδισκης δρυός. Πλούσια μικτά δάση δρυός και οξιάς, με ώριμα δέντρα, χαρακτηρίζουν τη βλάστηση ως τα 1.140 m και αποτελούν ιδανικό καταφύγιο για δρυοκολάπτες και άλλα ζώα. Στα λιβάδια και τα ξέφωτα φύονται είδη όπως η κοινή άρκευθος, η ευφόρβια, η φεστούκα, η φτέρη κ.ά.

Η οξιά συνθέτει αμιγή, αλλά και μικτά δάση με την υβριδογενή ελάτη έως τα δασοόρια. Στις νότιες, νοτιοδυτικές και ανατολικές πλαγιές με έντονες κλίσεις, όπου κυριαρχούν αμφιβολίτες και γνεύσιοι, έχουν κυρίως πρεμνοφυή μορφή. Στις πλαγιές με σχιστολιθικά πετρώματα και μέτριες έως έντονες κλίσεις, όπου το έδαφος είναι πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά και διατηρεί υψηλή υγρασία, τα δάση είναι πυκνά και θαλερά. Σημύδες, σφενδάμια, σορβιές, ίταμοι και φλαμουριές, συμπληρώνουν τον πλούτο των φυτών. Κατά τόπους, στα αβαθή εδάφη, απαντούν μικτά δάση οξιάς με δασική πεύκη, με την τελευταία να δημιουργεί μικρής έκτασης αμιγή δάση στις δυτικές πλαγιές. Συστάδες μαύρης πεύκης φύονται διάσπαρτες.

Εκτεταμένα υπαπλικά λιβάδια και χαμηλοί τυρφώνες με πλούτο φυτικών ειδών, σχηματίζονται πάνω από τα δασοόρια, ως αποτέλεσμα της μακρόχρονης νομαδικής κτηνοτροφίας. Στη σύνθεσή τους μετέχουν είδη όπως η νανώδης άρκευθος, η χαμολιά, ο αστράγαλος, η φεστούκα κ.ά. Τα πολυάριθμα ρέματα σηματοδοτούνται από υπεραινώβια πλατάνια, σκλήθρα, ιτιές και πολλά αναρριχώμενα φυτά.

22 ΔάσηΠίνοβου 3ΠαπανδρινόπουλοςΧαράλαμπος

Η Τζένα και το Πίνοβο, μικρού σχετικά μεγέθους ορεινοί όγκοι, υποστηρίζουν μια πλούσια σε αριθμό ειδών χλωρίδα, με αρκετά ενδημικά και σπάνια είδη, κυρίως λόγω του μεγάλου υψομέτρου (2.182 m), της ποικιλίας των ενδιαιτημάτων και της γεωγραφικής θέσης που βρίσκονται. Έως σήμερα, έχουν καταγραφεί στην ελληνική πλευρά 1.254 είδη και υποείδη, από τα οποία το 5% (62 είδη) είναι στενότοπα ενδημικά, το 13% (162 είδη) είναι ενδημικά της Βαλκανικής χερσονήσου και μόλις το 0.56% αφορούν σε ενδημικά είδη της Ελλάδας. Ο μεγαλύτερος αριθμός ενδημικών ειδών παρατηρείται στα υπαλπικά λιβάδια.

Χαρακτηριστικά δέντρα και θάμνοι των δύο ορεινών όγκων είναι η οξιά (Fagus sylvatica), η πλατύφυλλη δρυς (Quercus frainetto), η χνοώδης δρυς (Quercus pubescens), η ευθύφλοια δρυς (Quercus cerris), η βαλκανική απόδισκη δρυς (Quercus petraea), η υβριδογενής ελάτη (Abies borisii regis), η δασική πεύκη (Pinus sylvestris), η σημύδα (Betula pendula), ο ίταμος (Taxus baccata), ο γαύρος (Carpinus betulus), η οστρυά (Ostrya carpinifolia), το σφενδάμι (Acer sp.), ο φράξος (Fraxinus ornus), η φλαμουριά (Tilia tomentosa), η κρανιά (Cornus mas), η σορβιά (Sorbus domestica), ο πλάτανος (Platanus orientalis), το σκλήθρο (Alnus glutinosa), η κοινή άρκευθος (Juniperus communis), η κοκκορεβυθιά (Pistacia terebinthus), το πουρνάρι (Quercus coccifera), ο κράταιγος (Crataegus monogyna), η αγριοτριανταφυλλιά (Rosa pendulina), το μύρτιλλο (Vaccinum myrtillus), ο αστράγαλος (Astragalus sp.), η χαμολιά (Daphne mezereum), η νανώδης άρκευθος (Juniperus communis subsp. nana) κ.ά.

Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά, όπως ο σιδερίτης ή τσάι του βουνού (Sideritis scardica), η αγιολεβάντα (Lavandula stoechas), το φασκόμηλο (Salvia officinalis), αλλά και πολύχρωμες πόες, όπως οι ακόλουθες, συμπληρώνουν τον φυτικό πλούτο: ραμόντα η νατάλειος (Ramonda nathaliae), δρυάς η οκταπέταλη (Dryas octopetala), καμπανούλα του Φόρμανεκ (Campanula formanekiana), καμπανούλα του Βέλεμπιτ (Campanula velebetica), γεντιανή η βουλγαρική (Gentianella bulgarica), γεντιανή του Ασκληπιού (Gentiana asclepiadea), άλλιο το μακεδονικό (Allium macedonicum), αχίλλεια η αγέραστη (Achillea ageratifolia subsp aizoon), πινγκουικούλα η εντομοφάγος (Pinguicula balcanica subsp balcanica), κενταύρια του Γκρμπάβατς (Centaurea grbavacensis), κενταύρια η στενόφυλλη (Centaurea phrygia subsp. stenolepis), γέον το ορεινό (Geum montanum), γέον το κοκκινωπό (Geum coccineum), μινουάρτια του Στοχάνοβιτς (Minuartia stojanovii), σιληνή του Γκρέιφερ (Silene ciliata subsp. graefferi), σιληνή του Ταϋγέτου (Silene saxifrage), φριτιλάρια (Fritillaria gussichiae), στάχυς (Stachys iva), βιόλα η βραχύφυλλη (Viola brachyphylla), βιόλα (Viola frondosa), σατουρέγια η μακεδονική (Satureja montana subsp macedonica), λείριο το αλβανικό (Lilium albanicum), λείριο το μάτραγον (Lilium martagon), δίανθος o κομβοειδής (Dianthus corymbosus), δίανθος ο γιγάντιος (Dianthus giganteus), κρόκος ο ευειδής (Crocus pulchellus), κρόκος ο χρύσανθος (Crocus chrysanthus), πρίμουλα η υψηλή (Primula elatior), σεμπερβίβο του Χέυφελ (Sempervivum heuffelii), οξυτρόπις η τριχωτή (Oxytropis pilosa), άλυσο το Ντερφλέρ (Alyssum doerfleri), ανδροσάκη η χνοώδης (Androsace villosa) ποτεντίλλα (Potentilla subsp. aurea chrysocraspeda), μπρουκεντάλια η έρπουσα (Bruckenthalia spiculifolia), αλκάνα η ανομοιόμορφη (Alkanna noneiformis) κ.ά.

Από τις ορχιδέες, μεταξύ άλλων, φύονται το κεφαλάνθηρο το δαμασώνιο (Cephalanthera damasonium) και το κεφαλάνθηρο το μακρόφυλλο (Cephalanthera longifolia), η επιπακτίς η μελανέρυθρος (Epipactis atrorubens), η κολλαρόριζα η τρισχιδής(Corallorhiza trifida), η νεοττία η ωοειδής (Neottia ovata), το κοιλόγλωσσο το πράσινο (Coeloglossum viride), η γυμναδενία η κώνωψ (Gymnadenia conopsea), η δακτυλόριζα η καρδιοφόρος (Dactylorhiza cordigera) και η δακτυλόριζα η ακτεανθής (Dactylorhiza sambucina), το ιμαντόγλωσσο του Γιάνκα (Himantoglossum jankae), το πλατάνθηρο το χλωρανθές (Platanthera chlorantha), ο όρχις ο άρρεν (Orchis mascula), ο όρχις ο ωχρός(Orchis pallens), ο όρχις ο πορφυρός (Orchis purpurea) και ο όρχις ο πιθηκοειδής (Orchis simia).

Μεγάλα σαρκοφάγα, όπως η καφέ αρκούδα και ο λύκος, λιγοστά αγριόγιδα που ζουν στους απόκρημνους βράχους του Πίνοβου, ζαρκάδια, αγριογούρουνα, αγριόγατες, αλεπούδες, κουνάβια, ασβοί, νυφίτσες, λαγοί, σκίουροι, μυωξοί και άλλα τρωκτικά, καθώς και νυχτερίδες, συνθέτουν τον πλούτο των θηλαστικών που βρίσκει τροφή και καταφύγιο στις δασωμένες πλαγιές και τις ψηλές κορυφές των δύο ορεινών όγκων.

Η σημασία της Τζένας και του Πίνοβου για την ορνιθοπανίδα είναι τεράστια. Έως σήμερα έχουν καταγραφεί περισσότερα από 153 είδη πουλιών και το σημαντικότερο γνώρισμα της περιοχής είναι ο μεγάλος αριθμός αρπακτικών που φιλοξενεί. Χρυσαετοί, βασιλαετοί, γερακαετοί, φιδαετοί, κραυγαετοί, σφηκιάρηδες, αετογερακίνες, ξεφτέρια, διπλοσάινα, σαΐνια, πετρίτες, βραχοκιρκίνεζα, δεντρογέρακα, χρυσογέρακα, αλλά και νυκτόβια είδη, όπως μπούφοι, χουχουριστές και κουκουβάγιες, είναι ορισμένα από τα 28 είδη αρπακτικών που διαβιούν στην περιοχή, 11 από τα οποία φωλιάζουν και για 9 είδη υπάρχουν ενδείξεις φωλιάσματος. Η εντυπωσιακότερη, όμως ομάδα αρπακτικών στην περιοχή είναι οι γύπες: ο ασπροπάρης και το όρνιο, ενώ παλαιότερα απαντούσαν στην περιοχή ο γυπαετός και ο μαυρόγυπας.

Τα εκτεταμένα ώριμα δάση με οξιές, βελανιδιές και αραιές καστανιές, τα οποία διαθέτουν συστάδες που δεν υλοτομούνται, αποτελούν ιδανικούς τόπους για τους δρυοκολάπτες, όπως ο σταχτής, ο μαύρος, ο μεσαίος και ο λευκονώτης. Οι δασωμένες δυσπρόσιτες πλαγιές φιλοξενούν την ακριβοθώρητη δασόκοτα, τα υπαλπικά λιβάδια την πετροπέρδικα και οι γυμνές κορυφές τη χιονάδα και τον χιονόστρουθο, τους καλοκαιρινούς μήνες. Τα δάση, τα ξέφωτα και οι θαμνώνες σφύζουν από μικρότερα πουλιά, όπως ο κούκος, το γιδοβύζι, η χαλκοκουρούνα, η τοιχοδρόμα, ο κοκκοθραύστης, η λοφιοπαπαδίτσα, ο σταυρολαίμης, η δεντροσταρήθρα, ο κοκκινοκεφαλάς, ο αετομάχος, ο μελισσοφάγος, το αηδόνι, η κιτρινοσουσουράδα, ο συκοφάγος, το σιρλοτσίχλονο, ο χρυσοβασιλίσκος κ.ά.

Τον πλούτο των ζώων συμπληρώνουν σαλαμάνδρες, τρίτωνες, κιτρινομπομπίνες, δενδροβάτραχοι, ελληνικοί βάτραχοι, πράσινοι φρύνοι, αστρίτες, μεσογειακές χελώνες, αμμόσαυρες, σπιτόφιδα, λαφιάτες, σαπίτες, αγιόφιδα, κονάκια και πληθώρα πεταλούδων, σκαθαριών και άλλων μικροσκοπικών οργανισμών.

Η Τζένα και το Πίνοβο, παρότι δεν είναι πολύ γνωστά βουνά στο ευρύ κοινό, προσφέρουν ενδιαφέρουσες διαδρομές περιήγησης. Πριν την επίσκεψη, συνιστάται η επικοινωνία με τους οικείους ορειβατικούς και άλλους συλλόγους, καθώς και με τις αρμόδιες υπηρεσίες (π.χ. Δασική Υπηρεσία) για αναλυτικότερη ενημέρωση (βλ. ενότητα «Χρήσιμες Πληροφορίες»).

Στην ελληνική πλευρά του ορεινού συγκροτήματος, η χρήση γης που κυριαρχεί είναι η δασοπονία. Ωστόσο, η σημαντικότερη οικονομική δραστηριότητα είναι η γεωργία και ακολουθεί η κτηνοτροφία, ενώ η δασοπονία καταλαμβάνει την τρίτη θέση. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες είναι εμφανείς σε όλη την έκταση. Η περιοχή αποτελούσε για αιώνες μια από τις κύριες περιοχές όπου μετακινούνταν κοπάδια από όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Τα δάση της, ιδιαίτερα τα δρυοδάση, υλοτομούνταν για καυσόξυλα. Τα τελευταία έτη, παρατηρείται επέκταση των δασών, ως αποτέλεσμα της συνεχούς υποχώρησης της κτηνοτροφίας. Αυτό είχε ως επακόλουθο τη μεγάλη αύξηση της έκτασης των υψηλών δασών, τα οποία υφίστανται διαχείριση με ευθύνη της Δασικής Υπηρεσίας. Ωστόσο, παρουσιάζονται ορισμένα προβλήματα, καθώς η διαχείριση των δασών, ιδιαίτερα της οξιάς, δεν έχει προσαρμοσθεί πλήρως στις ανάγκες διατήρησης της ποικιλότητας των ειδών και των τύπων οικοτόπων. Ειδικότερα, δεν συνυπολογίζεται η ανάγκη να διατηρηθούν ορισμένα τμήματα των δασών χωρίς υλοτομίες και διανοίξεις δρόμων, καθώς και ορισμένα στοιχεία που βελτιώνουν την ποιότητα των ενδιαιτημάτων όπως π.χ. τα γηραιά δέντρα. Ένας τύπος οικοτόπου που αντιμετωπίζει σοβαρούς κινδύνους υποβάθμισης είναι οι «Αλκαλικοί χαμηλοί τυρφώνες». Ο τύπος αυτός συχνά απειλείται από έργα υδρομαστεύσεων ή από ανεξέλεγκτη διάνοιξη δρόμων στις περιοχές πάνω από τα δασοόρια.

Η ανεξέλεγκτη βόσκηση, κυρίως στα υπαλπικά λιβάδια, είναι απειλή για πολλά φυτικά είδη, ιδιαιτέρως τα ενδημικά, αλλά και για τη διάβρωση των εδαφών.

Πριν από την επίσκεψη σας, μην παραλείψετε να διαβάσετε τις οδηγίες που αναγράφονται στους Κανόνες Καλής Συμπεριφοράς της παρούσας εφαρμογής.

Χρήσιμοι σύνδεσμοι - Στοιχεία επικοινωνίας: