Δάση Ταΰγετου

Δάση Ταΰγετου

Ο Ταΰγετος, ο Ταλετός της αρχαιότητας και ο Πενταδάκτυλος ή Μακρυνός των Βυζαντινών, αποτελεί την ψηλότερη οροσειρά της Πελοποννήσου και ένα από τα δύο κυρίαρχα ορεινά συγκροτήματα της Λακωνίας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια οροσειρά με κατεύθυνση από βορρά προς νότο, φυσικό όριο της Λακωνίας και της Μεσσηνίας, με μήκος 115 km περίπου και μέγιστο πλάτος 30 km, όπως αυτό ορίζεται από τους ποταμούς Ευρώτα και Πάμισο. Καταλαμβάνει έκταση 2.500 km2 και διακρίνεται σε τέσσερα τμήματα: τον Βόρειο Ταΰγετο (προς τη Μεγαλόπολη), τον Κεντρικό Ανατολικό (προς τη Σπάρτη), τον Δυτικό και τον Νότιο Ταΰγετο που σχηματίζει τη χερσόνησο της Μάνης και καταλήγει στο Ακρωτήριο Ταίναρο.

Η ψηλότερη κορφή του, ο Προφήτης Ηλίας ή Αγιολιά, έχει ύψος 2.407 m και βρίσκεται στον Κεντρικό Ταΰγετο, στο ανώτερο μέρος της τοποθεσίας που ονομάζεται «Πυραμίδα», λόγω του χαρακτηριστικού σχήματός της. Άλλες ψηλές κορφές στον Κεντρικό Ταΰγετο είναι το Σιδηρόκαστρο (2.228 m), το Χαλασμένο Βουνό (2.204 m), το Βασιλικό Βουνό (2.100 m), το Σπανακάκι (2.098 m), η Νεραϊδοβούνα (2.031 m) και ο Άη Γιώργης (2.019 m). Στον Βόρειο Ταΰγετο κυριαρχούν οι κορυφές Ξεροβούνα (1.852 m), Νεραϊδόβραχος (1.784 m), Λεπενού (1.733 m) κ.ά. Ο Νότιος Ταΰγετος είναι χαμηλότερος, με υψηλότερο σημείο τον Σαγγιά (1.217 m). Λόγω του σύνθετου ορεινού ανάγλυφου της, η περιοχή περιλαμβάνει ένα εκτενές υδρογραφικό δίκτυο μήκους περίπου 380 km που αποτελείται κυρίως από φαράγγια και απότομα ρέματα με ορμητικά νερά.

Δύο μεγάλα φαράγγια διασχίζουν τον Ταΰγετο, το ένα της Μεγάλης Λαγκάδας, που χωρίζει τον Βόρειο από τον Κεντρικό Ταΰγετο στο ύψος του χωριού Τρύπη, διαρρέεται από το ρέμα Μαγουλίτσα και καταλήγει στον ποταμό Ευρώτα, και το δεύτερο στη περιοχή Αρεόπολη - Κότρωνας που χωρίζει τον Κεντρικό από τον Νότιο Ταΰγετο και ονομάζεται Σαγγιάς. Άλλα σπουδαία φαράγγια της περιοχής είναι της Μπαρδούνιας με τα πολλά νερά, τα σπήλαια και την πλούσια ιστορία της, του Ριντόμου, το οποίο ο Παυσανίας ονομάζει «Χοίρειο Νάπη» (δηλαδή κοιλάδα χοίρων), το οποίο ξεκινά από το λούκι της Νεραϊδοβούνας (2.031 m) και καταλήγει στις Κιτριές (θέση Σάντοβα) στον Μεσσηνιακό κόλπο, του Βυρού που ήταν η φυσική οδός επικοινωνίας των βασιλέων της Σπάρτης με το επίνειό τους στην Καρδαμύλη, όπου καταλήγει το φαράγγι της Νούπαντης, το οποίο σχηματίζεται κοντά στο Μοναστήρι της Βαϊδενίτσας, μεταξύ των χωριών Εξωχωρίου και Σαϊδώνας και καταλήγει μεταξύ Καρδαμύλης και Στούπας, στην παραλία του Φονέα.

Στον Ταΰγετο κυριαρχούν τα ασβεστολιθικά πετρώματα και κατά θέσεις ο σχιστόλιθος. Τα πλούσια και ασβεστολιθικά πετρώματα είναι πορώδη και στο πέρασμα των αιώνων τα νερά της βροχής και του χιονιού που διαπερνούν τα έγκατα του βουνού δημιούργησαν αξιόλογα σπήλαια με πλούσιο διάκοσμο και φυσική ομορφιά. Τα νερά βρίσκουν διέξοδο στη θάλασσα ως υποθαλάσσιες εκβολές, οι αποκαλούμενοι ανάβολοι. Έως σήμερα έχουν καταμετρηθεί 116 ανάβολοι και 22 υπόγειοι ποταμοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα υπόγεια ποτάμια στη Γλυφάδα των σπηλαίων του Δυρού, του Δράκου που εκβάλλει στο χωριό Άγιος Δημήτριος του Δήμου Λεύκτρου, όπου και το σπήλαιο Kαταφύγι Σελίνιτσας που έχει σχηματισθεί σε παλαιότερη κοίτη υπόγειου ποταμού, στη Στούπα και αλλού. Κοντά στην κορυφή του Προφήτη Ηλία υπάρχει βάραθρο βάθους 12 m, με κατάλληλη σήμανση για την ασφάλεια των επισκεπτών του βουνού.

Τα ασβεστολιθικά πετρώματα του Ταΰγετου σχηματίζουν, επίσης, πολυάριθμες πηγές. Σημαντικές είναι της Αγίας Μαρίνας στην Άρνα, όπου στην πλατεία της βρίσκεται ένα από τα μεγαλύτερα πλατάνια στην Ελλάδα με περίμετρο 13 m και ύψος 30 m, οι πηγές Πενταυλοί, Μαγγανιάρη, Άη Γιάννης της Τρύπης, Άη Δημήτρης του δάσους της Βασιλικής, Μουζιά κ.ά. Στη Μάνη υπάρχουν μεταλλικές πηγές που χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς σκοπούς (λουτροθεραπεία ή πόση), όπως στη θέση Στερνάκλες στο Γύθειο, με θεραπευτικές ιδιότητες στο στομάχι και το κυκλοφοριακό σύστημα, η σιδηρούχα πηγή Σκουφομύτη του Δήμου Γυθείου, και αλατούχες πηγές που βρίσκονται κοντά στη θάλασσα, όπως αυτές στην Τσεροβά, στον Δυτικό Ταΰγετο, στον Άγιο Δημήτριο Σελίνιτσας, στη Στούπα και στον Αλμυρό που χρησιμοποιούνται για λασπόλουτρα.

Από την αρχαιότητα, ο Ταΰγετος προσέφερε μέταλλα και μάρμαρα, όπως το πολύτιμο rosso antico των Ρωμαίων, δηλαδή τα κόκκινα μάρμαρα στα Δημαριώτικα (Δημαρίστικα) της Μάνης, το Λακεδαιμόνιο μάρμαρο που είναι σερπεντίτης, η λευκή κρυσταλλίνα της Μάνης, καθώς και το «μέλαν μάρμαρο» (marmor taenarium ή nero antico των Ρωμαίων), επίσης μάρμαρο πολυτελείας από το ακρωτήριο Ταίναρο.

31 Dasi Taigetou 3 DSC8799

Το όρος Ταΰγετος βρίσκεται στη νότια Πελοπόννησο και εκτείνεται μεταξύ των Περιφερειακών Ενοτήτων Αρκαδίας, Λακωνίας και Μεσσηνίας, στους Δήμους Μεγαλόπολης, Σπάρτης, Ανατολικής Μάνης, Δυτικής Μάνης και Καλαμάτας. Από την Καλαμάτα στα ανατολικά έως τη Σπάρτη στα δυτικά και από τα χωριά Καρέα και Σκαμνίτσα στα νότια έως τα Σπαναίικα και τα Πέτρινα στα βόρεια, τα δάση του Ταΰγετου υποστηρίζουν μια πλούσια βιοποικιλότητα και σηματοδοτούν έναν τόπο ιδιαίτερης αξίας.

Το όρος Ταΰγετος και η ευρύτερη περιοχή εντάσσονται στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Natura 2000. Ειδικότερα οι περιοχές «Όρος Ταΰγετος - Σπήλαιο Τραχήλας - Σπήλαιο Βατσινίδη», «Λαγκάδα Τρύπης» και «Φαράγγι Νέδωνα (Πέταλον - Χάνι)» χαρακτηρίζονται ως Ειδικές Ζώνες Διατήρησης για τους τύπους οικοτόπων και τα είδη φυτών και ζώων και η περιοχή «Όρος Ταΰγετος - Λαγκάδα Τρύπης» ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας για την ορνιθοπανίδα. Δύο μικρά τμήματα του ορεινού όγκου υπάγονται σε περιοχές χαρακτηρισμένες ως Καταφύγια Άγριας Ζωής: «Αγ. Ιωάννης - Αγ. Γεώργιος περιοχή Λαδά, Καρβελίου, Αρτεμησίας Δήμου Καλαμάτας» και «Ντουμπίτσια (Εξωχωρίου)».

Το μεγαλύτερο μέρος της οροσειράς καλύπτεται από αμιγή και μικτά δάση κεφαλληνιακής ελάτης και μαύρης πεύκης. Στην περιοχή απαντούν, επίσης, δρυοδάση, πουρναροτόπια, δάση αριάς (π.χ. στην περιοχή Λαγκάδα Τρύπης), δάση καστανιάς (εντός του Δασικού Συμπλέγματος Ταϋγέτου), δάση ελιάς - χαρουπιάς (φαράγγι και εκβολές Νέδωνα), πλατανοδάση στις όχθες των ποταμών και στα βαθιά φαράγγια. Κατά θέσεις, στις κοίτες των ρεμάτων, απαντούν συστάδες με χαλέπιο πεύκη, αλλά και συστάδες κυπαρισσιού από παλαιότερες αναδασώσεις, οι οποίες και εμφανίζουν φυσική αναγέννηση, όπως στα νοτιοδυτικά του Ταϋγέτου κοντά στη Μονή Σωτήρος.

Αναλυτικότερα, στους πρόποδες του βουνού και έως τα 600 m περίπου, οι απέραντοι ελαιώνες και οι καλλιέργειες των εσπεριδοειδών διακόπτονται από φρύγανα και θαμνώνες. Όπου τα εδάφη είναι πιο ξηρά κυριαρχούν είδη, όπως η αφάνα, η αστοιβή, η ασφάκα, ο ασπάλαθος, το θυμάρι και η λαδανιά. Στις πιο υγρές θέσεις κυριαρχούν αειθαλείς θάμνοι με σκληρά δερματώδη φύλλα, όπως ο σχίνος, η αγριελιά, το φιλλύκι, το πουρνάρι, η χαρουπιά και λίγο ψηλότερα, η αριά, η κουμαριά, η γλυστροκουμαριά, η μυρτιά, το σπάρτο κ.ά., καθώς και φυλλοβόλα είδη, όπως η κουτσουπιά, ο φράξος, το χρυσόξυλο, η κοκκορεβυθιά. Ανεμώνες, ασφόδελοι, ίριδες, κρόκοι, κρινάκια και ορχιδέες χρωματίζουν το ανοιξιάτικο τοπίο.

Στην ημιορεινή ζώνη, η πλατύφυλλη δρυς, η χνοώδης δρυς και η ήμερη βελανιδιά σχηματίζουν διάσπαρτα δρυοδάση, τα οποία άλλοτε καταλάμβαναν μεγάλες εκτάσεις. Στη σύνθεση των δρυοδασών συμμετέχουν και άλλα φυλλοβόλα δέντρα, όπως η κουτσουπιά, ο φράξος, το σφενδάμι, η καστανιά, η φτελιά, η μελικουκιά και στον υπόροφό τους φύονται φτέρες, κυκλάμινα, πρίμουλες, βιόλες και καμπανούλες.

Στα μεγαλύτερα υψόμετρα, σχεδόν ως τα 1.800 m, κυριαρχούν αμιγή ή μικτά δάση κεφαλληνιακής ελάτης και μαύρης πεύκης, πυκνά όπου τα εδάφη είναι βαθιά και γόνιμα, πιο αραιά στις ξηρές και βραχώδεις θέσεις. Κάτω από τον βαθύ ίσκιο των ώριμων κωνοφόρων φυτρώνουν λιγοστά αγριολούλουδα, όπως δωρόνικα, δακτυλίδες, γεράνια, καμπανούλες και πανέμορφες ορχιδέες. Στα διάκενα των δασών κάνουν την εμφάνισή τους άρκευθοι, πουρνάρια, οστρυές, κράταιγοι, αγριοτριανταφυλλιές, κενταύριες κ.ά. είδη.

Πάνω από τα 1.800 m το τοπίο αλλάζει δραματικά. Τα βαθύσκιωτα δάση δίνουν τη θέση τους σε αλπικά λιβάδια, απόκρημνους βράχους, λιθώνες και ψηλές γυμνές κορυφές. Στα πετρώδη, επικλινή εδάφη κυριαρχούν μικροί, μαξιλαρόμορφοι, συχνά αγκαθωτοί θάμνοι, όπως ο ενδημικός αστράγαλος του Ταϋγετου, το μυρωδάτο τσάι του βουνού, αλλά και η κοινή άρκευθος σε νανώδη μορφή, η χαμολιά και η αγριοτριανταφυλλιά. Όπου το έδαφος έχει μικρή κλίση αναπτύσσονται χλοερά λιβάδια και την άνοιξη κάνουν την εμφάνισή τους ενδημικοί κρόκοι, καμπανούλες, δίανθοι και αρκετά αγρωστώδη φυτά. Στις σάρες, κρυμμένα ανάμεσα στις πέτρες και τα χαλίκια φυτρώνουν στο λιγοστό έδαφος μικρά αλλά εντυπωσιακά φυτά, πολλά τοπικά ενδημικά του Ταϋγέτου, όπως η Nepeta camphorate, η Crepis heldreichiana και η Achillea taygetea.

Τα μεγάλα φαράγγια και οι χαράδρες που διασχίζουν τον ορεινό όγκο καλύπτονται από πλούσιους θαμνώνες και πυκνή παραποτάμια βλάστηση με πλατάνια, οστρυές, καρυδιές, λυγαριές, πικροδάφνες και πολλά αναρριχώμενα. Στους κάθετους βράχους κυριαρχούν χασμόφυτα όπως η Campanula rupestris, το Onosma frutescens, το Alyssum saxatile κ.ά. και τοπικά ενδημικά όπως ο Stachys candida, ο Bolanthus laconicus, η Micromeria taygetea.

31 Dasi Taigetou 2 DSC8018

Ο βοτανικός πλούτος του ορεινού όγκου δεν έχει πλήρως μελετηθεί. Εκτιμάται ότι αριθμεί περισσότερα από 850 είδη, μεταξύ των οποίων πολλά ενδημικά, σπάνια και απειλούμενα. Ο Ταΰγετος είναι ιδιαίτερα γνωστός και σημαντικός για τα ενδημικά φυτά που φιλοξενεί, ιδιαιτέρως για τα στενότοπα ενδημικά, δηλαδή αυτά που φυτρώνουν εκεί και πουθενά αλλού στον κόσμο. Κατά προσέγγιση φιλοξενεί περισσότερα από 150 ελληνικά ενδημικά είδη, όπως η κεφαλληνιακή ελάτη (Abies cephalonica), η Campanula radicosa, το Cerastium candidissium, από τα οποία τα 35 είναι ενδημικά της Πελοποννήσου (π.χ. τα είδη Verbascum acaule, Campanula stenosiphon, Campanula asperuloides, Budon arachnoideum, Genista halacsyi, Silene integripetala, Crepis heldreichiana κ.ά.) και 24 είναι τοπικά ενδημικά του Ταϋγέτου (όπως το Geranium kikianum που φύεται στο φαράγγι της Λαγκάδας, η Potentilla greuteriana στο Ξεροβούνι, η Campanula papillosa, το νανώδες Aethionema carlsdergii, η Silene taygetea, η Viola sfikasiana, ο Astragalus taygeteus, η Jurinea taygetea κ.ά.).

Εξαιρετικά σημαντική είναι και η παρουσία σπάνιων και απειλούμενων ειδών στην περιοχή, τα οποία ξεπερνούν τα 200 είδη και η εμφάνισή των περισσοτέρων σχετίζεται με την παρουσία της ερυθράς γης (terra rossa) και των βραχωδών σχηματισμών με περιορισμένη πρόσβαση. Ωστόσο, πολλά εντοπίζονται και στα δάση της περιοχής και κυρίως σε δάση ή διάκενα δασών μαύρης πεύκης και κεφαλληνιακής ελάτης.

Από την πλούσια χλωρίδα του Ταΰγετου, δύο είδη φυτών προστατεύονται από το Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Natura 2000: το Crepis crocifolia, που απαντά μόνο σε τρεις περιοχές του Δικτύου Natura 2000 στην Ελλάδα και στον Ταΰγετο καταγράφει έχει τους μεγαλύτερους πληθυσμούς, αλλά και η ορχιδέα Himantoglossum jankae, η οποία έχει καταγραφεί συνολικά σε 15 περιοχές του Δικτύου στην Ελλάδα.

Ο Ταΰγετος προσφέρει τροφή και καταφύγιο σε μεγάλο αριθμό ζώων. Η περιοχή, με τον πλούτο των ενδιαιτημάτων της, είναι σημαντική για τα πουλιά, ιδιαιτέρως για τα αρπακτικά όπως η γερακίνα, το βραχοκιρκίνεζο, ο πετρίτης, ο μπούφος, ο χρυσαετός, ο φιδαετός, το ξεφτέρι, ο χειμωνόκιρκος, ο χουχουριστής, αλλά και για τα μικροπούλια όπως τα τσιχλόνια, οι σπίζες, οι κελάδες, οι τσιροβάκοι κ.ά. είδη.

Στα αγροτικά τοπία του κάμπου ζουν σπουργίτια, κοτσύφια, κοκκινολαίμηδες, κουκουβάγιες και γκιώνηδες και στις κουφάλες των γέρικων λιόδεντρων κρύβεται η σπάνια λιοστριτσίδα. Στις ρεματιές κελαηδούν αηδόνια, φτεροκοπούν τρυποφράχτες και σουσουράδες, λούζονται νεροκότσυφες, ενώ βατράχια και σαλαμάνδρες αναζητούν την τροφή τους.

Οι θαμνώνες σφύζουν, εξίσου, από ζωή. Σαύρες, φίδια και χελώνες λιάζονται στα ανοίγματα και στα βράχια. Μαυρολαίμηδες, κατσουλιέρηδες, δενδροσταρήθρες, αετομάχοι, κίσσες και καρακάξες κυνηγούν έντομα, τσιροβάκοι, φυλλοσκόποι, καρδερίνες και σπίνοι κρύβονται στα φυλλώματα, φιδαετοί και γερακίνες γυροπετούν αναζητώντας τροφή, τσακάλια, αλεπούδες, κουνάβια, νυφίτσες και ασβοί ψάχνουν τη λεία τους.

Τα πυκνά δάση προτιμούν η ελατοπαπαδίτσα, η βουνοπαπαδίτσα, ο σταυρομύτης, το σκαθράκι, ο καλόγερος και ο δεντροβάτης, αλλά και ο τυφλίνος και η σαλαμάνδρα. Στις συστάδες της μαύρης πεύκης χαρακτηριστική είναι η παρουσία του χουχουριστή, του πευκοδρυοκολάπτη και της δεντροσταρήθρας. Τα μικτά δάση κεφαλληνιακής ελάτης και μαύρης πεύκης φιλοξενούν ενδημικά και σπάνια είδη ασπονδύλων. Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία του ελαφοκάνθαρου, ενός από τα μεγαλύτερα σκαθάρια στην Ευρώπη.

Τα μεγάλα υψόμετρα επιλέγουν πεταλούδες, όπως η Parnassius mnemosyne, η Pseudochazara graeca, η Cyaniris helena και η σπάνια Polyommatus menelaos, καθώς και μικροπούλια κατά τη μετανάστευση, όπως ο καρβουνιάρης, ο μαυρολαίμης και το φανέτο. Επισκέπτες της αλπικής ζώνης είναι οι χιονόστρουθοι και οι καλιακούδες.

Τα φαράγγια και οι μεγάλες χαράδρες προσφέρουν ασφαλείς θέσεις για φώλιασμα και κούρνιασμα αρπακτικών, όπως το βραχοκιρκίνεζο, ο πετρίτης, ο σπιζαετός, ο χρυσαετός και ο μπούφος. Η ζώνη κατά μήκος του ποταμού Νέδωνα και του μικρότερου ποταμού Κάστορα, αποτελεί σημαντικό ενδιαίτημα για τη βίδρα, για πολλά ασπόνδυλα και για νυχτερίδες. Ο Ταΰγετος, με την πληθώρα των σπηλαίων του, είναι ιδιαιτέρως σημαντικός για τις νυχτερίδες. Ενδεικτικά, το σπήλαιο του Βατσινίδη, κοντά στη Στούπα, φιλοξενεί έξι είδη νυχτερίδων, όλα προστατευόμενα σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Ο Ταΰγετος προσφέρει πλήθος διαδρομών και μονοπατιών στον απλό επισκέπτη που θέλει να περιηγηθεί από τους πεδινούς οικισμούς ως τα ορεινά χωριά, αλλά και στον έμπειρο ορειβάτη που επιθυμεί να ακολουθήσει μεγαλύτερες και πιο δύσκολες διαδρομές, να διασχίσει το τμήμα του ευρωπαϊκού μονοπατιού Ε4 που περνά από τον Ταΰγετο και του εθνικού μονοπατιού Ο32 που τον τέμνει εγκάρσια, είτε να επιχειρήσει μεγαλύτερες εξορμήσεις στις χαράδρες του Δυτικού Ταϋγέτου (Βυρός, Ρίντομο, ρέμα Βίντολης, φαράγγι Κοσκάρακας).

Η διαδρομή του ευρωπαϊκού μονοπατιού Ε4 στον Ταΰγετο ξεκινά από τη Σπάρτη, ανηφορίζει ομαλά ως τον Νέο Μυστρά, περνά από την Ταϋγέτη και την Αναβρυτή και διατρέχει τις ανατολικές πλαγιές του ορεινού όγκου με κατεύθυνση προς το Γύθειο. Το εθνικό μονοπάτι Ο32 τέμνει εγκάρσια τον ορεινό όγκο, ξεκινά από τον Βόρειο Ταΰγετο, κινείται μέσα στη χαράδρα του Βυρού και καταλήγει στα Τσέρια της Μεσσηνιακής Μάνης. Ιδιαιτέρως όμορφα είναι τα τμήματα της διαδρομής που αφορούν στη χαράδρα του Βυρού και σε αυτή της Κοσκάραγας. Ακολούθως περιγράφονται αδρομερώς επιμέρους τμήματά τους, καθώς και άλλα πεζοπορικά μονοπάτια και ορειβατικές διαδρομές της περιοχής.

Περισσότερα μονοπάτια βρίσκονται στους συνδέσμους: http://www.eosspartis.gr/gr/list/483/monopatia-taugetou, https://www.eoskal.gr/monopatia-paths/taygetos και https://www.topoguide.gr/mountains/peloponnese/advs_taygetos/taygetos_hiking.php.

Λόγω της μεταβαλλόμενης φύσης του βουνού και των μονοπατιών, συνιστάται η επίσκεψη στην ιστοσελίδα ή/και τηλεφωνική επικοινωνία με τον οικείο ορειβατικό σύλλογο όπως και τα σχετικά Δασαρχεία (βλ. ενότητα «Χρήσιμες πληροφορίες» της παρούσας εφαρμογής).

 

Τα δάση επηρεάζονται από ανθρωπογενείς δραστηριότητες, όπως η κτηνοτροφία και οι δηλητηριάσεις και παγιδεύσεις ζώων, οι οποίες δύναται να υποβαθμίσουν το φυσικό περιβάλλον της περιοχής. Για το λόγο αυτό, λαμβάνονται συγκεκριμένα μέτρα διαχείρισης και προστασίας, που καθορίζονται στο θεσμικό καθεστώς προστασίας της περιοχής. 

Πριν από την επίσκεψη σας, μην παραλείψετε να διαβάσετε τις οδηγίες που αναγράφονται στους Κανόνες Καλής Συμπεριφοράς της παρούσας εφαρμογής.

Χρήσιμοι σύνδεσμοι - Στοιχεία επικοινωνίας: