Δάση Χελμού - Βουραϊκού

Δάση Χελμού - Βουραϊκού

Το όρος Χελμός (ή Αροάνια Όρη) αποτελεί την τρίτη υψηλότερη οροσειρά της Πελοποννήσου με υψηλότερη κορυφή του, την Ψηλή Κορφή (2.355 m). Η ποικίλη γεωμορφολογία (απόκρημνα βουνά, πόλγες κ.λπ.), οι ιδιαίτερες συνθήκες του εδάφους και του περιεχόμενου νερού δημιουργούν ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη ενδημικών ειδών στην ευρύτερη περιοχή. Στα σημαντικά χαρακτηριστικά του φυσικού τοπίου του, περιλαμβάνονται οι καλά δασωμένες πλαγιές με δάση κεφαλληνιακής ελάτης και μαύρης πεύκης, οι απόκρημνοι ασβεστολιθικοί βράχοι, η Μαυρολίμνη (σε υψόμετρο 2050 m που αποτελεί τη μοναδική αλπική λίμνη της Πελοποννήσου), η εντυπωσιακή χαράδρα της Στύγας (Ύδατα Στυγός) και τα παρόχθια δάση κατά μήκος του Αροάνιου ποταμού με τα υπεραιωνόβια πλατάνια. Στην περιοχή έχουν καθοριστεί ήδη 10 γεώτοποι, που συνιστούν θέσεις με σημαντική γεωποικιλότητα και συνδυάζουν αρχαιολογικό, οικολογικό, ιστορικό ή πολιτιστικό ενδιαφέρον. Οι θέσεις αυτές έχουν επιλεγεί επιπλέον για την επιστημονική τους σημασία, τη σπανιότητα, την αισθητική και εκπαιδευτική τους αξία, καθώς η περιοχή του Χελμού εντάσσεται στο Παγκόσμιο Γεωπάρκο Χελμού - Βουραϊκού της UNESCO.

Γεωγραφικά περιλαμβάνει όρη και δάση της Βόρειας Πελοποννήσου που εκτείνονται μεταξύ των Περιφερειακών Ενοτήτων Αχαΐας, Κορινθίας, Αρκαδίας και Αργολίδας των Περιφερειών Δυτικής Ελλάδας και Πελοποννήσου, εντός των Δήμων Καλαβρύτων, Αιγιάλειας, Σικυωνίων, Τρίπολης, Άρκους - Μυκηνών και Νεμέας. Η προστατευόμενη περιοχή, οριοθετείται από τους υδροκρίτες των ποταμών Βουραϊκού, Κράθη, Αροάνιου και από την παράλια ζώνη του Διακοπτού. Περιλαμβάνει το όρος του Χελμού, με τα Ύδατα της Στυγός και τη λίμνη Τσιβλού, το δάσος των Καλαβρύτων, το Σπήλαιο των Καστριών (ή Λιμνών) και το φαράγγι του Βουραϊκού. Από τον Κορινθιακό κόλπο στα βόρεια πλησίον της Ακράτας ως το νοτιότερο τμήμα πλησίον του χωριού Άγιος Νικόλαος και από τα Καλάβρυτα και την Κλειτορία στα δυτικά ως τη λίμνη Στυμφαλία και τα δάση της Ζήρειας στα ανατολικά, τα δάση του Χελμού - Βουραϊκού καλύπτουν μεγάλο τμήμα έκτασης και θεωρούνται εξαιρετικά υψηλής οικολογικής και αισθητικής σημασίας.

Η ευρύτερη περιοχή του Χελμού - Βουραϊκού συγκαταλέγεται από το 2009 στα Εθνικά Πάρκα της χώρας (Εθνικό Πάρκο Ορεινών Όγκων Χελμού - Βουραϊκού). Τα δάση Χελμού-Βουραϊκού, καθώς και η ευρύτερη περιοχή του, λόγω της αναγνωρισμένης οικολογικής αξίας τους σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η ευρύτερη περιοχή και διάφορα τμήματά της έχει ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Natura 2000. Ειδικότερα, οι περιοχές «Χελμός (Αροάνια) - Φαράγγι Βουραϊκού και περιοχή Καλαβρύτων» χαρακτηρίζονται ως Ζώνες Ειδικής Προστασίας για την αξία τους σε είδη πουλιών και οι περιοχές «Όρος Χελμος και Ύδατα Στυγός», «Αισθητικό Δάσος Καλαβρύτων», «Όρος Ολίγυρτος» και «Φαράγγι Βουραϊκού», προστατεύονται ως Ειδικές Ζώνες Διατήρησης για την αξία των τύπων οικοτόπων και των φυτών και ζώων που φιλοξενούν.

Το δάσος Καλαβρύτων είναι χαρακτηρισμένο από το 1977, ως Αισθητικό Δάσος με την ονομασία «Αισθητικό Δάσος Καλαβρύτων (Εθνικής Ανεξαρτησίας)». Στην περιοχή βρίσκεται και ο Πλάτανος της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων, ένα από τα εξήντα εννέα Διατηρητέα Μνημεία της Φύσης της Ελλάδας, ο οποίος συνδέεται στενά με την επανάσταση του 1821.

Τέσσερα τμήματα της έκτασης έχουν κηρυχθεί ως Καταφύγια Άγριας Ζωής:

  • Βαλιμή - Περιστέρα (Εξοχής-Βελλάς)
  • Κράστωνη - Σοκαρά
  • Λαγκάδας - Φτέρες - Βαγένι - Καστράκι (Καστρίων)
  • Λίμνη Στυμφαλία - Απέλευρο όρος Δήμου Στυμαλίας Κορινθίας και Κοινότητας Αλέας Αργολίδας

Τα φυσικά οικοσυστήματα της περιοχής περιλαμβάνουν κατά βάση δασικά (δάση χαλεπίου πεύκης, μαύρης πεύκης, πλατύφυλλης και χνοώδους δρυός, κεφαλληνιακής ελάτης), οικοσυστήματα χαμηλών και υψηλών θαμνώνων (αείφυλλοι σκληρόφυλλοι σχηματισμοί, φρύγανα), οικοσυστήματα που φύονται στις σχισμές βράχων και παραποτάμια οικοσυστήματα. Η σπάνια κεφαλληνιακή ελάτη και η μαύρη πεύκη που κυριαρχούν στα δάση του Χελμού - Βουραϊκού ανήκουν στα Μεσογειακά ορεινά κωνοφόρα. Αυτή η κατηγορία απαντάται στην υποηπειρωτική και στην ηπειρωτική κλιματική ζώνη και προσαρμόζεται σε μεγάλο εύρος υψομέτρων και θερμοκρασιών. Μέσα στα όρια της περιοχής απαντούν τρεις ζώνες βλάστησης, οι οποίες αντικατοπτρίζουν την επίδραση των διάφορων κλιματικών τύπων από τον μεσογειακό στα χαμηλότερα, έως τον ορεινό μεσογειακό στις κορυφές:

  • Στην ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης, η οποία εμφανίζεται από την επιφάνεια της θάλασσας έως τα 200 - 300 m, κυριαρχούν ρείκια, κουμαριές, ασπάλαθοι και σπάρτα ενώ έντονη παρουσία έχουν και η αριά, ο φράξος, το φιλλύκι και η χνοώδης δρυς. Στη ζώνη αυτή κάνει την εμφάνιση της επίσης και η χαλέπιος πεύκη.
  • Στην παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης, η οποία εμφανίζεται ως συνέχεια της προηγούμενης, κατακόρυφα στα όρη και οριζόντια στο εσωτερικό της χώρας. Φθάνει σε υψόμετρο 900 - 1.000 m περίπου ή ακόμη και στον υπόροφο των δασών ελάτης και μαύρης πεύκης. Κυριότερα είδη της ζώνης αυτής είναι η χνοώδης δρυς, η πλατύφυλλη δρυς, το πουρνάρι, η χαλέπιος πεύκη, ο πλάτανος, η ιτιά, η κουμαριά, η γλιστροκουμαριά, το λυχναράκι, το φιλλύκι, η γκορτσιά και ο αρκουδόβατος.
  • Στη ζώνη δασών οξιάς - ελάτης και ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων, η οποία απαντά από το υψόμετρο των 900 έως και των 1.400 m, κυρίαρχα είδη είναι η κεφαλληνιακή ελάτη και η μαύρη πεύκη, ενώ απουσιάζει η οξιά. Άλλα είδη που απαντούν στη συγκεκριμένη ζώνη βλάστησης είναι οι μουρτζιές, οι άρκευθοι, οι καρυδιές, τα πουρνάρια, οι αριές και τα σπάρτα.

Ο Χελμός παρουσιάζει σημαντική βιοποικιλότητα φιλοξενώντας περισσότερα από 1.000 είδη και υποείδη (περισσότερο από το 35% της συνολικής χλωρίδας της Πελοποννήσου), στα οποία περιλαμβάνονται τουλάχιστον 150 ελληνικά ενδημικά, περίπου το 32% των ελληνικών ενδημικών της Πελοποννήσου. Εκτεταμένη παρουσία στις περιοχές έχει η κεφαλληνιακή ελάτη, είδος που εντοπίζεται αποκλειστικά στην Ελλάδα και που αναπτύσσεται σε υψόμετρο συνήθως πάνω από τα 600 m. Στις περιοχές εντοπίζεται και μαύρη πεύκη, είδος που αναπτύσσεται σε υψόμετρα περίπου μέχρι 2000 m και που εξαπλώνεται κυρίως σε χώρες της Μεσογείου. Στα τοπικά ενδημικά που συναντώνται μόνον εδώ σε παγκόσμια κλίμακα, περιλαμβάνεται και η αλχεμίλλα των Αροανίων. Πρόκειται για ένα πολυετές ποώδες φυτό, εξαιρετικό ευαίσθητο, που αναπτύσσεται αποκλειστικά σε υγρές θέσεις, κατά μήκος ρεμάτων και σε πηγές και εξαπλώνεται σε υψόμετρο 1.200 - 2.000 m. Είναι ένα είδος εξαιρετικά ευαίσθητο και η παρακολούθησή του είναι απολύτως απαραίτητη. Στο Δάσος Χελμού-Βουραϊκου βρίσκουμε επιπλέον την καμπανούλα των βράχων, το αρωματικό αγαποβότανο και τη μικρή φτέρη. Από τα σπανιότερα είδη ξεχωρίζουν το τοπικό ενδημικό Achillea umbelata subsp. monocephala, η ενδημική των βουνών της Βόρειας Πελοποννήσου Aurinia moreana και η Asperula arcadiensis, είδος ενδημικό του Χελμού, της Ζήρειας και της Γκιώνας.

Στην περιοχή συναντούμε και πολλά είδη ζώων που αν και δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό, έχουν ιδιαίτερη επιστημονική και βιογεωγραφική αξία. Συνολικά, η προστατευόμενη περιοχή του Εθνικού Πάρκου Χελμού - Βουραϊκού παρουσιάζει εξαιρετικό οικολογικό ενδιαφέρον αφού αποτελείται από ένα σύμπλεγμα τύπων οικοτόπων ευρωπαϊκού και μεσογειακού ενδιαφέροντος, στον οποίο ενδημούν και αναπαράγονται πολλά και σημαντικά είδη ζώων. Σήμερα, στην περιοχή απαντούν περισσότερα από 15 είδη θηλαστικών, μεταξύ των οποίων και είδη γνωστά σε όλους όπως, ο ασβός, το κουνάβι, η αλεπού, ο λαγός, ο σκαντζόχοιρος αλλά και διάφορα είδη εντομοφάγων, νυχτερίδων και τρωκτικών. Στην περιοχή απαντούν πολλά ερπετά (λαφιάτης, σπιτόφιδο, ποταμοχελώνα) με τη γραικόσαυρα, να αποτελεί είδος που εντοπίζεται αποκλειστικά στη Πελοπόννησο. Ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η παρουσία του κινδυνεύοντος τρωκτικού νανοκρικετού, και ορισμένων κινδυνεύοντων νυχτερίδων (Πτερυγονυχτερίδα, Ωτονυχτερίδα κ.ά.) και τρωτών ζώων όπως η βίδρα. Στα αλπικά λιβάδια του, ζει ένας σημαντικός αριθμός ειδών ενδημικών πεταλούδων. Ορισμένα είδη σχηματίζουν στην περιοχή μικρούς πληθυσμούς, ενώ κάποια από αυτά είναι σπάνια στον ελλαδικό χώρο και χρήζουν προστασίας από ανθρώπινες παρεμβάσεις.

Όσον αφορά τα πουλιά, στην περιοχή έχουν καταγραφεί πάνω από 140 είδη, πολλά από τα οποία είναι μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής, κάποια καλοκαιρινοί επισκέπτες που, ωστόσο, αναπαράγονται σε αυτή. Ο συνολικός αριθμός των ειδών της περιοχής είναι αρκετά υψηλός σε σχέση με την έκτασή της και αυτό αποδίδεται εν μέρει στην ποικιλία των οικοσυστημάτων της, καθώς και στη γεωγραφική θέση της. Μεταξύ των ειδών που χρησιμοποιούν την περιοχή ως τόπο φωλιάσματος και τροφοληψίας περιλαμβάνονται η πρασινοτσικλητάρα η παρδαλοτσικλιτάρα, ο νεροκότσυφας, η σταχτοσουσουράδα, το βραχοκιρκίνεζο, το βουνοτσίχλονο, ο κόρακας κ.ά. Άλλα σημαντικά είδη της περιοχής είναι ο χρυσαετός, ο σφηκιάρης, ο πετρίτης, η χιονάδα και το γιδοβύζι.

Η ευρύτερη περιοχή του Χελμού-Βουραϊκού προσφέρει πλήθος διαδρομών περιήγησης, μέσα στα πυκνά δάση, αλλά και στις κορυφές του Χελμού. Πριν την επίσκεψη, συνιστάται η επικοινωνία με τους οικείους συλλόγους(π.χ. ορειβατικούς) που δραστηριοποιούνται στην περιοχή και με τις αρμόδιες υπηρεσίες και φορείς (π.χ. Δασική Υπηρεσία, ΟΦΥΠΕΚΑ) (βλ. ενότητα «Χρήσιμες Πληροφορίες» της παρούσας εφαρμογής).

Η υπερβόσκηση, το κυνήγι, αλλά και έργα όπως η επέκταση του ορεινού οδικού δικτύου, είναι ορισμένες από τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες που αποτελούν απειλή για τους τύπους οικοτόπων, τα είδη φυτών και ζώων, αλλά και για το σύνολο του ορεινού τοπίου του Χελμού.

Οι κύριες ανθρωπογενείς δραστηριότητες που επιβαρύνουν το φυσικό περιβάλλον της περιοχής αφορούν στα ακόλουθα:

  • Απορρίμματα και υγρά απόβλητα. Ως προς τα στερεά απορρίμματα, καταγράφονται προβλήματα απόθεσης σε παράνομες χωματερές. Σε ορισμένες χωματερές, τα απορρίμματα καίγονται, χωρίς καμία περαιτέρω φροντίδα (κίνδυνος πυρκαγιάς, συλλογή στραγγισμάτων κ.λπ.). Τέλος, παρατηρούνται και φαινόμενα ανεξέλεγκτης διάθεσης απορριμμάτων σε πλαγιές, ρέματα, χειμάρρους κ.λπ. Εκτιμάται ότι η μεγάλη πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στην περιοχή το καλοκαίρι του 1998 προκλήθηκε από σκουπιδότοπο, μέσα στην κοίτη του ποταμού Βουραϊκού. Επιπλέον οι περισσότεροι οικισμοί της περιοχής στερούνται κεντρικού αποχετευτικού δικτύου, ενώ μόνο ένας διαθέτει μονάδα επεξεργασίας των λυμάτων. Ως εκ τούτου, τα αστικά λύματα καταλήγουν, άμεσα ή έμμεσα, στις υδατοσυλλογές της περιοχής.
  • Χρήσεις γης και τουρισμός. Στην περιοχή παρατηρείται χωρική διασπορά μεγάλου αριθμού οικιστικών συγκεντρώσεων πολύ μικρού μεγέθους, με όλα τα προβλήματα που αυτή επιφέρει. Επίσης, παρατηρούνται φαινόμενα κατάληψης των ελεύθερων εκτάσεων μεταξύ των οικισμών, απουσίας οργανωμένων ελεύθερων χώρων, έλλειψης βασικών υποδομών και δικτύων (αποχέτευσης κ.λπ.). Ακόμη, η εντατική και γρήγορη ανάπτυξη του χειμερινού τουρισμού στην περιοχή κατά τα τελευταία έτη έχει επιφέρει έντονες συγκρούσεις χρήσεων γης, κυρίως οικιστικών και τουριστικών δραστηριοτήτων προς εκείνες με υψηλή καλλιεργητική αποδοτικότητα και πιέσεις στις προστατευόμενες περιοχές και τις περιοχές φυσικού κάλλους. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται κυρίως στην ευρύτερη περιοχή της πόλης των Καλαβρύτων. Υπάρχουν έντονες πιέσεις για ανοικοδόμηση προς την κατεύθυνση του Αισθητικού Δάσους Καλαβρύτων, αλλά και κατά μήκος των οδικών αξόνων Εθνική Οδός - Καλάβρυτα και Καλάβρυτα - Χιονοδρομικό Κέντρο. Ο τουριστικός χαρακτήρας της περιοχής αλλοιώνει σταδιακά τη φυσιογνωμία της, ιδιαίτερα όπου η τουριστική δραστηριότητα ασκείται και επεκτείνεται χωρίς έλεγχο και χωρίς τις απαιτούμενες μελέτες.
  • Βόσκηση. Η βόσκηση κατσικιών στα ελατοδάση της περιοχής έχει ως αποτέλεσμα των καταστροφή των νεαρών δενδρυλίων ελάτης. Αν και τίθενται απαγορευτικές διατάξεις βοσκής, τα δάση ελάτης φαίνεται να υποβαθμίζονται.

Πριν από την επίσκεψη σας, μην παραλείψετε να διαβάσετε τις οδηγίες που αναγράφονται στους Κανόνες Καλής Συμπεριφοράς της παρούσας εφαρμογής.