Δάση Βόρειας Πίνδου - Μιτσικελίου

Δάση Βόρειας Πίνδου - Μιτσικελίου

Το Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου ιδρύθηκε το 2005 και αποτελεί το μεγαλύτερο χερσαίο  Εθνικό Πάρκο της χώρας μας, περιλαμβάνοντας στα όρια του ολόκληρη την περιοχή του Ζαγορίου, περιοχές της Κόνιτσας και του Μετσόβου, καθώς και το δυτικό τμήμα της Περιφερειακής Ενότητας Γρεβενών. Η δημιουργία του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου με την ενοποίηση των περιοχών αυτών έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση, προστασία και ανάδειξη της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής.

Κύριο γνώρισμά της Βόρειας Πίνδου είναι οι εκτεταμένες ορεινές περιοχές που ανήκουν στα συγκροτήματα της Τύμφης, του Λύγκου, του Σμόλικα, της Βασιλίτσας και του Όρλιακα, αλλά και οι υδρολογικές λεκάνες των ποταμών Αώου, Άραχθου, Βενέτικου - Αλιάκμονα και του οροπεδίου της Κόνιτσας. Η ιδιαίτερη οικολογική αξία της περιοχής έγκειται στην παρουσία πολλών ενδημικών, σπάνιων και προστατευόμενων ειδών φυτών και ζώων, περιλαμβανομένων και όλων σχεδόν των μεγάλων θηλαστικών της Ελλάδας. Η μεγάλη ποικιλότητα των ειδών στηρίζεται από τη μεγάλη ποικιλία ενδιαιτημάτων, όπως τα πυκνά δάση μαύρης πεύκης και οξιάς, οι βραχώδεις ορθοπλαγιές, οι ψηλές κορυφές, τα εκτεταμένα λιβάδια, οι μεγάλοι ποταμοί, οι χείμαρροι, οι πηγές και οι αλπικές λίμνες.

Εντυπωσιακό στοιχείο του Εθνικού Πάρκου της Βόρειας Πίνδου αποτελούν τα φαράγγια και οι χαράδρες με κυριότερα το φαράγγι του Βίκου και τη χαράδρα του Αώου στην περιοχή των Ιωαννίνων, τα φαράγγια Πορτίτσας, Μικρολίβαδου και Τσούργιακα στην περιοχή των Γρεβενών.

Η Βόρεια Πίνδος και το όρος Μιτσικέλι βρίσκονται στην Ήπειρο, με τμήματά τους να εκτείνονταιστις Περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Τα δάση τους να εκτείνονται μεταξύ των Περιφερειακών Ενοτήτων Ιωαννίνων, Γρεβενών, Καστοριάς, Κοζάνης και Τρικάλων, στους Δήμους Ζαγορίου, Μετσόβου, Γρεβενών, Κόνιτσας, Νεστορίου, Βοΐου και Μετεώρων.

Από τη Μόλιστα, τον Πεντάλοφο και τα Δάση του Γράμμου στα βόρεια έως το Μέτσοβο, τα Ιωάννινα και τα δάση της Νότιας Πίνδου στα νότια, και τα διάσημα Ζαγοροχώρια, το Φαράγγι του Βίκου και το Μονοδένδρι στα δυτικά έως την Κρύα Βρύση, τον Ξηρόκαμπο και την τεχνητή Λίμνη Αώου στα ανατολικά, η Βόρεια Πίνδος είναι από τις πλέον αναγνωρισμένες περιοχές της χώρας για την υψηλή οικολογική και αισθητική της αξία σημαντικότητά της.

Δύο (2) τμήματα της περιοχής συγκαταλέγονται στους δέκα Εθνικούς Δρυμούς της χώρας:

  1. Εθνικός Δρυμός Πίνδου από το 1966
  2. Εθνικός Δρυμός Βίκου-Αώου από το 1973
  • Η Βόρεια Πίνδος συγκαταλέγεται από το 2005 στα δεκαεπτά Εθνικά Πάρκα της χώρας.
  • Η Βόρεια Πίνδος και το όρος Μιτσικέλι, λόγω της αναγνωρισμένης οικολογικής της αξίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, έχει ενταχθεί στο οικολογικό Δίκτυο Natura Ειδικότερα, οι περιοχές «Εθνικός Δρυμός Βίκου-Αώου», «Κεντρικό Τμήμα Ζαγορίου», «Βασιλίτσα», «Κορυφές Όρους Σμόλικας», «Εθνικός Δρυμός Πίνδου (Βάλια Κάλντα) – Ευρύτερη Περιοχή», «Περιοχή Μετσόβου (Ανήλιο-Κατάρα)» και «Όρος Μιτσικέλι» προστατεύονται ως Ειδικές Ζώνες Διατήρησης για την αξία των τύπων οικοτόπων και των φυτπών και ζώων που απαντώνται στην περιοχή ενώ οι περιοχές  «Όρος Τύμφη», «Κεντρικό Ζαγόρι και Ανατολικό Τμήμα Όρους Μιτσικέλι», «Όρη Όρλιακας και Τσούργιακας» και «Βάλια Κάλντα και Τεχνητή Λίμνη Αώου» χαρακτηρίζονται ως Ειδικές Περιοχές Προστασίας για την αξία της σε είδη πουλιών
  • Η ευρύτερη περιοχή του Βίκου-Αώου, εξαιτίας της μεγάλης γεωλογικής και γεωμορφολογικής της αξίας, είναι μία εκ των πέντε περιοχών της χώρας που έχουν ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Γεωπάρκων της UNESCO (Γεωπάρκο Βίκου-Αώου).

Στην περιοχή της Βόρειας Πίνδου και του όρους Μιτσικελίου έχουν κηρυχθεί έντεκα (11) Καταφύγια Άγριας Ζωής, με τις εξής ονομασίες:

  • Βουρκοπόταμος-Γαναδιό-Πύργος-Πυρσογιάννης
  • Βάλια Κύρνα (Σαμαρίνας)
  • Πάδες
  • Χαράδρα Αώου (Κόνιτσας-Ελευθέρου-Πάπιγκου)
  • Ηλιοχωρίου - Βρυσοχωρίου Δήμου Τύμφης
  • Πάπιγκο
  • Παλαιομονάστηρο-Μπατεφούρλο (Περιβολίου)
  • Κυρά Καλή-Τρυπημένη (Μοναστηρίου-Κρανιάς)
  • Φλαμπουράριο-Βοβούσα
  • Μέτσοβο-Χρυσοβίτσα-Γρεβενίτιο
  • Τσούκα Καραλί-Βελόνι (Κρανιάς)

Η μαύρη πεύκη ανήκει στη ζώνη μεσογειακών ορεινών κωνοφόρων, που εκτείνεται τόσο στην υποηπειρωτική, όσο και στην ηπειρωτική κλιματική ζώνη. Πρόκειται για μακρόβιο είδος με ανθεκτικότητα σε μεγάλο εύρος περιβαλλοντικών συνθηκών.

Η Βόρεια Πίνδος χαρακτηρίζεται από έντονη υψομετρική διαβάθμιση (από τα 400 έως τα 2.637 μέτρα) και ποικιλία κλιματικών τύπων που διαμορφώνουν τέσσερις μεγάλες κατηγορίες οικοσυστημάτων:

Τα ανωμεσογειακά οικοσυστήματα, εμφανίζονται στα χαμηλότερα υψόμετρα (500 - 700 μέτρα), σε περιοχές με θερμό, ξηρό καλοκαίρι και ήπιο χειμώνα, και έχουν περιορισμένη έκταση. Χαρακτηρίζονται από την παρουσία της αριάς, του φράξου, της κουμαριάς, της γλιστροκουμαριάς, του φυλλικού, της κοκορεβυθιάς, του γάβρου, του πουρναριού, της αρκεύθου κ.ά.

Τα υποηπειρωτικά οικοσυστήματα απαντούν σε υψόμετρο από 700 έως 1.100, όπου το κλίμα γίνεται περισσότερο ηπειρωτικό. Διακρίνονται σε δύο επιμέρους τύπους: στον πρώτο, οι συνθήκες είναι πιο ξηρές και κυριαρχούν ο γάβρος, η οστρυά, το πουρνάρι κ.ά., ενώ στον δεύτερο τύπο κυριαρχούν διάφορα είδη φυλλοβόλου δρυός.

Τα ορομεσογειακά οικοσυστήματα ορεινών κωνοφόρων μαύρης πεύκης και υβριδογενούς ελάτης, καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο τμήμα της Βόρειας Πίνδου όπου απαντούν και τα ψυχροβιότερα δάση οξιάς. Απαντούν σε υψόμετρο από 1.000 έως 1.600, όπου το κλίμα πλησιάζει αυτό της Κεντρικής Ευρώπης, με χειμώνες δριμύτερους από ό,τι στα δρυοδάση. Τα δάση οξιάς  προτιμούν θέσεις με υγρασία και για τον λόγο αυτό, εμφανίζονται σε πλαγιές με βόρεια ή βορειοανατολική έκθεση, ενώ τα δάση της μαύρης πεύκης προτιμούν τον φλύσχη και τα οφιολιθικά γεωλογικά υποστρώματα, όπως ο Σμόλικας, η Βασιλίτσα και τα όρη του Λύγκου. Η ελάτη συνήθως, σχηματίζει μικτά δάση με δρυ και μαύρη πεύκη, ενώ τα αμιγή δάση της αναπτύσσονται, σχεδόν πάντοτε, πάνω σε φλύσχη και έχουν πιο περιορισμένη εξάπλωση στη Βόρεια από ό,τι στη Νότια Πίνδο. Τα δάση των ψυχρόβιων κωνοφόρων στη Βόρεια Πίνδο αντιπροσωπεύονται από την παρουσία της λευκόδερμης πεύκης ή ρόμπολου. Το κλίμα εδώ είναι πολύ ψυχρό με δριμείς χειμώνες, το έδαφος παραμένει καλυμμένο με χιόνι καθόλη σχεδόν τη διάρκεια του χειμώνα και η ξηρή περίοδος δεν ξεπερνά τον ενάμιση μήνα. Η λευκόδερμη πεύκη  σχηματίζει αραιά δάση ή μεμονωμένες συστάδες, τόσο σε οφιολιθικά, όσο και σε ασβεστολιθικά πετρώματα, στον Σμόλικα, στη Βασιλίτσα, στην Τύμφη, στα όρη Λύγκου, στην Τσούκα Ρόσσα, στο Φλάμπουρο και αλλού, από τα 1.600 έως τα 2.100 μέτρα. Η δασική πεύκη έχει εξαιρετικά περιορισμένη εξάπλωση, καθώς λιγοστά, μεμονωμένα δένδρα της φύονται αποκλειστικά και μόνο στη Βάλια Κάλντα (σε υψόμετρο 1.000 - 1.600).

Τα ανωδασικά οικοσυστήματα αναπτύσσονται στα ανώτερα υψόμετρα των βουνών, πάνω από τα 2.000 μέτρα, όπου οι εξαιρετικά δυσμενείς κλιματικές συνθήκες δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη δασικών ειδών. Στα οικοσυστήματα αυτά επικρατεί η ποώδης βλάστηση και λιγοστά θαμνώδη είδη, όπως ένα νανοειδές υποείδος αρκεύθου, το Juniperus communis nana. Αποτελούν τους κατεξοχήν θερινούς βοσκοτόπους.

Ακόμη, στο Εθνικό Πάρκο απαντά και παραποτάμια βλάστηση, σε θέσεις όπου οι συνθήκες το επιτρέπουν και με κυρίαρχα είδη τον πλάτανο, το σκλήθρο και τη λευκή ιτιά.

Ο συνολικός αριθμός ειδών στη Βόρεια Πίνδο εκτιμάται ότι ξεπερνά τα 2.000 είδη, στα οποία περιλαμβάνονται εντυπωσιακά λουλούδια όπως τα πέντε είδη άγριου κρίνου: λείριο το πάλλευκο, λείριο το χαλκηδονικό, λείριο του Χελδράιχ, λείριο το αλβανικό και λείριο το μάρταγον . Κάποια είδη, όπως το Lillium martagon, εντοπίζεται μόνο στην Ελλάδα και πουθενά αλλού στον κόσμο. Στο Πάρκο εντοπίζεται, επίσης, το σπάνιο ασιατικό φυτικό είδος Veronica bornmuelleri. Επίσης, ο ποταμός Αώος αποτελεί το νοτιότερο όριο της παρουσίας του είδους Pachychilon pictus, το οποίο θεωρείται σπάνιο για τη χώρα μας και για την Ευρώπη, ενώ στις γειτονικές χώρες είναι κοινότατο είδος με μεγάλους πληθυσμούς. Άλλα χαρακτηριστικά είδη λουλουδιών του Εθνικού Πάρκου που τραβούν την προσοχή του επισκέπτη είναι ο νάρκισσος ο ποιητικός, η τουλίπα η αυστραλιανή, η γεντιανή η εαρινή, ο αθάνατος, η σαξιφράγκα η σπρουνέρειος και πολλά άλλα. Στην περιοχή φύονται, επίσης, και είδη με φαρμακευτικές ιδιότητες, όπως η μέντα, το φασκόμηλο, το θυμάρι, το τσάι του βουνού, το κώνειο, η γαλατσίδα, η πικροδάφνη και πολλά άλλα.

Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα φυτά των οφιολιθικών πετρωμάτων (Σμόλικας, Βασιλίτσα, Λύγκος, Κλέφτες) όπου αυτά έχουν προσαρμοσθεί σε εδάφη με υψηλές συγκεντρώσεις μετάλλων, όπως το άλυσσο του Σμόλικα, το άλλιο το σφαιροκεφαλοειδές, η βιόλα η αλβανική, το γκάλιο το οφιολιθικό, το κεράστριο του Σμόλικα, το κενταύρειο το πταρμικόφυλλο κ.ά.

Τις κορυφές, πλαγιές και τα κοιλώματα του Εθνικού Πάρκου στολίζουν πανέμορφες ορχιδέες σε μεγάλους και μικρούς πληθυσμούς. Επίσης στο Εθνικό Πάρκο φύονται πολλά σπάνια, ενδημικά και προστατευόμενα είδη φυτών, όπως είναι τα εξής: κενταύρεια της Τύμφης , κενταύρεια η βλαχόρειος, σέδο της Τύμφης, κενταύρειο του Παβλόφ, μπορνμουελέρα της Τύμφης, άλυσσο του Χελδράιχ, σιλινή της Πίνδου, όνοσμα η ηπειρωτική, μινουάρτια η ψευτοσαξιφραγκοειδής, βαλεριάνα η κρινοειδής, σολδανέλλα της Πίνδου, σαξιφράγκα μπιφλόρα της ηπείρου, γκάλιο το σακρόρον, ιεράκειο το δασυκράσπεδο κ. ά.

Αλλά αξιόλογα είδη φυτών με περιορισμένη γεωγραφική κατανομή στα όρια του Εθνικού Πάρκου είναι: η ραμόντα η σερβική, η εντομοφάγος πινγκουϊκουλα η κρυσταλλοειδής, η ίριδα η γερμανική κ.ά.

Στη Βόρεια Πίνδο και στο Μιτσικέλι ζει ένα μεγάλο εύρος από είδη πανίδας. Στη περιοχή κυκλοφορούν αρκετά μεγάλα θηλαστικά, όπως η καφέ αρκούδα και η Βόρεια Πίνδος θεωρείται ένας από τους τελευταίους πυρήνες εξάπλωσής της στην χώρα μας. Το βαλκανικό ενδημικό είδος αγριόγιδου Rupicapra rupicapra balcanica εξαπλώνεται σε μεγάλο τμήμα της περιοχής, ενώ ο λύκος, το αγριογούρουνο και το ζαρκάδι, είναι μερικά ακόμη από τα μεγάλα θηλαστικά που απαντούν στα δάση της περιοχής. Στους ποταμούς του Εθνικού Πάρκου αξιοσημείωτη είναι η παρουσία της βίδρας, ενώ μικρότερα σε μέγεθος είδη, όπως ο σκαντζόχοιρος, διάφορα είδη νυχτερίδων, το κουνάβι, ο ασβός, οι μυωξοί και οι μυγαλές συμπληρώνουν τα θηλαστικά του Εθνικού Πάρκου.

Στα ώριμα δάση του Εθνικού Πάρκου εντοπίζονται διάφορα είδη δρυοκολαπτών, όπως η μαυροτσικλιτάρα, η βαλκανοτσικλιτάρα, η μεσοτσικλιτάρα, ο λευκονώτης, η παρδαλοτσικλιτάρα, η νανοτσικλιτάρα κ.ά. Στις βουνοκορφές, ψηλότερα ή χαμηλότερα, περιστασιακά φωλιάζουν ή κουρνιάζουν όρνια, γυπαετοί και χρυσαετοί, ενώ οι χαράδρες αποτελούν καταφύγιο για τον ασπροπάρη, αλλά και για τον βραχοτσοπανάκο. Σε ανοιχτές ορεινές εκτάσεις, η πέρδικα σχηματίζει μικρές ομάδες. Είδος στενά συνδεδεμένο με τα ρέοντα ύδατα είναι ο νεροκότσυφας, ενώ ο μαυροπελαργός, μεταναστευτικό είδος, απαντά σε δασώδεις περιοχές με υγρά λιβάδια, έλη και στάσιμα ή μικρής ροής ρηχά νερά. Τέλος, γύρω και μέσα στους οικισμούς απαντούν ο δεντροτσοπανάκος, οι παπαδίτσες και ο αιγίθαλος.

Τα περισσότερα είδη ερπετών εντοπίζονται στα χαμηλά υψόμετρα του Εθνικού Πάρκου, όπου η βλάστηση αποτελείται κυρίως από αείφυλλους σκληρόφυλλους θαμνώνες. Η μεσογειακή χελώνα, η κρασπεδοχελώνα, η σαΐτα, το σπιτόφιδο, το ασινόφιδο, το νερόφιδο  και η κερκυραϊκή σαύρα είναι μερικά από αυτά. Στις ορεινές λίμνες, στα ρέματα και στις όχθες των ποταμών κάνουν αισθητή την παρουσία τους διάφορα είδη αμφιβίων, όπως ο αλπικός τρίτωνας, η σαλαμάνδρα και διάφορα είδη βατράχων.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και  η μυκοχλωρίδα του Εθνικού Πάρκου της Βόρειας Πίνδου, η οποία περιλαμβάνει χιλιάδες είδη μανιταριών. Χαρακτηριστική είναι η περιοχή των Γρεβενών,  όπου έχουν προσδιορισθεί και καταγραφεί μέχρι σήμερα περίπου 2.000 είδη. Στα πιο γνωστά μανιτάρια του Εθνικού Πάρκου συγκαταλέγονται τα εξής: το αγαρικό το πεδινό, ο κοπρίνος ο τριχωτός, ο κανθαρίσκος ο φαγώσιμος, ο λακτάριος ο νόστιμος, ο αμανίτης ο μυκογόνος, η σαρκοσφαίρα η εστεμμένη, η μορχέλα η νόστιμη, το γαίαστρο το τριπλό, η καλβάτια η ασκόμορφη, η ραμάρια η χρυσή, κ.ά. (https://www.pindosnationalpark.gr/xlorida/).

Στην ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Πίνδου και του Μιτσικελίου τοποθετούνται ορισμένες από τις δημοφιλέστερες πεζοπορικές διαδρομές της χώρας, όπως εκείνη της διάσχισης του Φαραγγιού του Βίκου. Ενδεικτικά, αναφέρονται οι παρακάτω, ενώ λόγω της μεταβαλλόμενης φύσης του βουνού και των μονοπατιών, συνιστάται ο επισκέπτης να συμβουλευθεί την ιστοσελίδα ή/και να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον Φορέα Διαχείρισης του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου, ή/και με ορειβατικό σύλλογο και τα αρμόδια Δασαρχεία της περιοχής. (βλ. «Χρήσιμες Πληροφορίες»)

Οι κυριότερες απειλές φαίνεται να προέρχονται από:

  • Την ανεξέλεγκτη απόθεση απορριμμάτων. Τα απορρίμματα που βρίσκονται εκτεθειμένα σε ανοιχτούς χώρους, μεταξύ άλλων, αποτελούν πόλο έλξης της άγριας πανίδας, που προσαρμόζει τις συνήθειες της σε κατώτερης ποιότητας τροφικές πηγές και εθίζεται στη λήψη ανθρωπογενούς τροφής.
  • Το ιδιαίτερα πυκνό δασικό οδικό δίκτυο (που εξυπηρετεί κυρίως τη δασική εκμετάλλευση) υποβαθμίζει τη φυσικότητα και δυσχεραίνει τις προσπάθειες διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος. Εξαιτίας του, παρατηρούνται ήδη σε πολλά σημεία του δάσους και του ανάγλυφου φαινόμενα κατολίσθησης και διάβρωσης, διάσπαση της δομής του δάσους, απώλεια δασικής γης, ενώ η όχληση στην πανίδα και η ανεξέλεγκτη κυκλοφορία και πρόσβαση τροχοφόρων είναι οι συνεπακόλουθες συνέπειες. Παράλληλα, οι εκσκαφές, οι εκχερσώσεις και τα εκχώματα, δημιουργούν φυσικά εμπόδια και αλλοιώνουν την αισθητική του τοπίου. Το φαινόμενο αυτό γίνεται εντονότερο όταν το οδικό δίκτυο περνά μέσα από διάσελα, ράχες ή κοίτες ποταμών, δηλαδή από σημεία πρόσβασης σε βασικές τροφικές πηγές για την καφέ αρκούδα και τα άλλα μεγάλα θηλαστικά.
  • Τα υδροηλεκτρικά έργα απειλούν τη συνεκτικότητα και τη φυσική ακεραιότητα του Εθνικού Πάρκου και κυρίως τα ποτάμια οικοσυστήματα. Σήμερα, γίνεται προσπάθεια ορθού σχεδιασμού των σχεδιαζόμενων υδροηλεκτρικών έργων και συνεχούς παρακολούθησής τους.
  • Την ασκούμενη, παλαιότερα, εντατική δασική εκμετάλλευση (εγκατάσταση εργοταξίων, έντονη εκμηχάνιση, πολυάριθμα συνεργεία υλοτομιών). Σήμερα, οι πρακτικές που αντιμετωπίζουν το δάσος ως πηγή παραγωγής πρώτης ύλης ξυλείας, αναθεωρούνται. Το δάσος αρχίζει πλέον να θεωρείται ως λειτουργικό και ζωντανό οικοσύστημα και οι αρμόδιες αρχές επεξεργάζονται νέο σχέδιο προδιαγραφών για τις δασικές διαχειριστικές μελέτες. Μεγάλο πρόβλημα εξακολουθεί να παραμένει η πρακτική των αποψιλωτικών υλοτομιών στα δάση δρυός.
  • Οι διάφορες μορφές τουρισμού περιπέτειας, που συνδέονται με την εκτεταμένη χρήση αυτοκινήτων 4x4 και μοτοσικλέτας, και γενικά η έντονη κινητικότητα μέσα στα δασικά και ορεινά οικοσυστήματα, αποτελούν σοβαρή όχληση για την πανίδα της περιοχής. Τυχόν ανάπτυξη τουρισμού μαζικού τύπου, με ογκώδεις εγκαταστάσεις, θα επιδράσει αρνητικά, τόσο στο φυσικό, όσο και στο δομημένο περιβάλλον.
  • Η λαθροθηρία αποτελεί μάστιγα για τα περισσότερα προστατευόμενα είδη τη περιοχής (καφέ αρκούδα, αγριόγιοδο κ.λπ.).

Πριν από την επίσκεψη σας, μην παραλείψετε να διαβάσετε τις οδηγίες που αναγράφονται στους Κανόνες Καλής Συμπεριφοράς της παρούσας εφαρμογής. 

  • Χρήσιμοι σύνδεσμοι – στοιχεία επικοινωνίας:
  • Πυροσβεστικό Σώμα Ελλάδας: 199
  • Υπηρεσία Επικοινωνιών Εκτάκτου Ανάγκης: 112
  • Δασαρχείο Κόνιτσας: 26510 88080
  • Διεύθυνση Δασών Γρεβενών: 24623 53400
  • Δασαρχείο Μετσόβου: 26560 41277
  • Δασαρχείο Ιωαννίνων: 26510 88080
  • Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου: ιστότοπος, np@gmail.com, 2653 022241
  • Ορειβατικός Σύλλογος Ιωαννίνων: ιστότοπος, 26510 22138, 26511 81068, info@orivatikos.gr
  • Ελληνικός Ορειβατικός Σύλλογος Μετσόβου: ιστότοπος, 2656042000, eosmetsovou@gmail.com
  • Ursa Trail: ιστότοπος